- θεομήστωρ
- θεομήστωρlike the gods in counselmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεομήστωρ — like the gods in counsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομήστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Τριήραρχος. Καταγόταν από τη Σάμο και πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σπαρτιατών. Για τη βοήθειά του αυτή οι Πέρσες τον διόρισαν τύραννο της Σάμου. * * * θεομήστωρ, ορός, ὁ (Α) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
Θεομήστορα — Θεομήστωρ like the gods in counsel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομήστορα — θεομήστωρ like the gods in counsel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεομήστορος — Θεομήστωρ like the gods in counsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομήστορος — θεομήστωρ like the gods in counsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek